

Ακούτε παντού να μιλάνε για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Κανείς όμως δεν λέει ότι το ξέπλυμα είναι ταυτόχρονα και επένδυση. Ο πιο σίγουρος τρόπος να μετατρέψεις αυτό που ονομάζουμε παράνομο χρήμα σε νόμιμο είναι να το επενδύσεις. Τότε όλοι θα σταματήσουν να μιλάνε για ξέπλυμα, θα μιλάνε για επένδυση. Αυτή είναι η ουσία του πειράματος στην Ελλάδα.

Η λογοτεχνία δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, ούτε να επηρεάσει τη ροή των γεγονότων. Η δύναμή της βρίσκεται στην αφηγηματική προσέγγιση της πραγματικότητας και στα ερωτήματα που θέτει στη ροή της αφήγησης. Τα ερωτήματα αυτά βοηθούν τον αναγνώστη να δει την πραγματικότητα από μια διαφορετική οπτική και να ανακαλύψει μιαν άλλη διάσταση στα γεγονότα και στις καταστάσεις.

Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω γιατί οι συγγραφείς χρειάζονται κάποιο «έξω-συγγραφικό» κίνητρο για να λειτουργήσουν ως συγγραφείς. Δεν αρκούν η διάθεση και το ταλέντο τους να αφηγούνται ιστορίες;

Η αύξηση του πλούτου χωρίς την κατανομή του έχει καταστροφικές συνέπειες. Κι αυτό δεν το είπε ο Μαρξ αλλά ο Κέινς.

Η φτώχεια είναι προϊόν εγκλήματος που προέρχεται ουσιαστικά από την αδίστακτη προσπάθεια συσσώρευσης πλούτου, η οποία όμως αποκλείει την κατανομή του.

Καμιά σύγχρονη κοινωνία δεν επιτρέπει την ατιμωρησία, μολονότι υπάρχει, και υπήρχε πάντα, μια ενστικτώδης αντίδραση στη διάπραξη ενός ας πούμε δίκαιου φόνου.

Το τέλος κάθε βιβλίου αποτυπώνεται στον φόβο του τερματοφύλακα απέναντι στο πέναλτι. Χτίζεις με υπομονή κι επιμονή μια ολόκληρη υπόθεση, οικοδομείς χαρακτήρες και σχέσεις, παλεύεις να διατηρήσεις ένα υψηλό και συνεχές ενδιαφέρον για την πλοκή και μετά… Μετά φτάνεις στο τελευταίο μέρος του βιβλίου και νιώθεις ένα αφόρητο βάρος. Πρέπει να βρεις ένα κατάλληλο τέλος, ένα δραματικό φινάλε που θα διατηρήσει το υψηλό ποιοτικό επίπεδο του μυθιστορήματος που έχεις γράψει. Κι εκεί τα χέρια και τα πόδια αρχίζουν να τρέμουν.

Θεωρώ ότι όλοι οι άνθρωποι, καλοί και κακοί, αστυνομικοί και δολοφόνοι, έχουν τις φωτεινές και τις σκοτεινές πλευρές τους. Αυτό που μου αρέσει είναι να τονίζω και τις δύο αλληλοσυγκρουόμενες όψεις τους.

Η απόδοση της δικαιοσύνης διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο για τους αναγνώστες, καθώς τους δημιουργεί κι ένα αίσθημα εφησυχασμού κι επιβεβαιώνει την άποψη τους ότι τελικά ζούμε σε μια ευνομούμενη κοινωνία του δικαίου. Κατ’ αντίθεση μερικοί αστυνομικοί συγγραφείς επιλέγουν το ανοιχτό τέλος, ίσως επειδή πιστεύουν ότι δεν ζούμε σε μια κοινωνία δικαίου και δεν πρέπει να εφησυχάζουμε με κανένα τρόπο. Συγκαταλέγω τον εαυτό μου στους τελευταίους

Το «αστυνομικό», ας το πούμε έτσι —μολονότι είναι λάθος ονομασία— υπέστη μια σχετική κακοποίηση, κατά τη γνώμη μου, εξαιτίας της μανίας του κάθε καινούργιου συγγραφέα να πρωτοτυπήσει, φτάνοντας αναπόφευκτα στα άκρα. Και οι νεότεροι αναγνώστες, μην έχοντας γευτεί το έργο των σκαπανέων του είδους για να ξέρουν τι θα πει «βερίκοκο», έχαψαν το νέο προϊόν hook, sink and line που λένε στην Εσπερία, και φτάνουν τώρα στο σημείο να αντιδρούν αρνητικά στο «καθαρόαιμο» είδος.

Εγώ ξεκινώ με τους χαρακτήρες. Ο χαρακτήρας «βγαίνει» παρατηρώντας τους ανθρώπους: μία κίνηση, ένα βλέμμα, η έκφραση, το βάδισμα, το ηχόχρωμα της φωνής. Και κάποια στιγμή, αυτοί οι άνθρωποι αναδύονται στην επιφάνεια. Αυτό σημαίνει ότι οι χαρακτήρες πρέπει να είναι ζωντανοί και συνεπείς με τον εαυτό τους, έστω και αν είναι αντιφατικοί. Η πλοκή, κατά τη γνώμη μου, έπεται. Ο Ηράκλειτος έλεγε ότι η μοίρα του ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του· «ήθος ανθρώπω δαίμων». Ο χαρακτήρας κατευθύνει την πλοκή.

Οι αρχαίοι ηµών δεν ήξεραν µόνο να φτιάχνουν πολιτισµό και να πολεµούν όταν χρειάζεται. Ηξεραν και να τιµωρούν όταν έπρεπε. Ο δολοφόνος παραπέµπει στην ατιµωρησία που επικρατεί στην Ελλάδα. Εδώ κανένας δεν τιµωρεί κανέναν, επειδή κανείς δεν αναλαµβάνει την ευθύνη αφενός και αφετέρου επειδή η εκάστοτε τιµωρία θα συνεπάγετο έναν τέτοιον κύκλο ενόχων που κανείς δεν τολµά να τον αγγίξει.

Για μένα είναι απαραίτητος ο αναστοχασμός, κυρίως ως προς το θέμα της αξιολόγησης της κανονικότητας. Είναι καιρός να σκεφτούμε πώς από την περίοδο της δημιουργίας του ελληνικού κράτους χρησιμοποιήσαμε ή αξιοποιήσαμε την κανονικότητά μας. Και το αναφέρω διότι θεωρώ ότι είμαστε μια χώρα που με την πρώτη ευκαιρία αναζητούμε τρόπους για ηρωική έξοδο. Ζούσαμε πάντοτε με την επίκληση του μεγαλείου του παρελθόντος, αποποιούμενοι τις ευθύνες του παρόντος. Όλη αυτή η στάση δεν μας έκανε καλό. Ποτέ δεν είδαμε την Ιστορία με το καθαρό μάτι της αποτίμησης και της αξιολόγησης της αλλά μόνον ως πηγή μεγαλείου.

Στα βιβλία μου, εμμέσως πλην σαφώς, δηλώνω την προτίμησή μου στον Πανιώνιο. Η αιτία είναι πως από μικρός διέκρινα την ανάγκη να συμπαρίσταμαι σε μια ομάδα που, όπως γράφει σ’ ένα του ποίημα ο Κώστας Καναβούρης, με «διδάσκει την υψηλή τέχνη της ήττας».

Όταν νομίζω ότι έχω παγιδεύσει μια ιδέα που γεννήθηκε από ένα πρόσωπο, μια φράση ή ένα περιστατικό, κάθομαι στο γραφείο μου, ανάβω τη λάμπα, βεβαιώνομαι ότι η πένα μου έχει μελάνι, το πακέτο τσιγάρα, η κούπα μου καφέ, τσάι ή ό,τι απαιτεί η στιγμή και προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι εξακολουθώ να είμαι συγγραφέας.

Αρκεί να διαβάσει κανένας το θρυλικό μυθιστόρημα The Glass Key του Ντάσιελ Χάμετ, που γράφτηκε πριν από 80 σχεδόν χρόνια, για να διαπιστώσει ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα από τότε – σκάνδαλα αποκαλύπτονται το ένα μετά το άλλο, τεράστια εγκλήματα συγκαλύπτονται με ένα απλό νεύμα κάποιου ισχυρού και εκατοντάδες υποθέσεις όπου εμπλέκονται διάφοροι μεγαλοσχήμονες και που πρέπει να έχουν σαν αποτέλεσμα γερές καταδίκες, καταλήγουν στα αρχεία επειδή άλλαξαν χέρια μεγάλα χρηματικά ποσά.

Δεν υπάρχει «νέο» αστυνομικό μυθιστόρημα. Σε όλα τα καθαρόαιμα αστυνομικά μυθιστόρημα διαπράττεται ένα έγκλημα, η αστυνομία αναλαμβάνει να το ερευνήσει, συγκεντρώνει στοιχεία, τα επεξεργάζεται, κάνει ανακρίσεις, παρακολουθεί πρόσωπα και φτάνει στον δράστη. Έχει ανακαλυφθεί κάτι «νέο» και δεν το ξέρω;

Είναι θλιβερό αυτό που συμβαίνει. Να βλέπεις νέους ανθρώπους με δύο και τρία πτυχία να δουλεύουν σε σουβλατζίδικα ή καφετέριες. Με θλίβει το γεγονός ότι επαληθεύτηκαν τα οράματα του Χίτλερ που, όταν σχεδίαζε ποιος θα κάνει τι στον καινούργιο κόσμο που θα έφτιαχνε, είχε χαρακτηρίσει τους Έλληνες κατάλληλους μόνο για γκαρσόνια.

Όλη μου η ζωή αποτελεί σημαντική πηγή έμπνευσης, επειδή δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε «νορμάλ» ζωή. Έζησα σε «μικρογραφίες» σημαντικές καταστάσεις όπου έπαιζαν σπουδαίο ρόλο τα ανθρώπινα πάθη κι απ’ αυτές τις καταστάσεις κάτι έμεινε, κάτι που διαμόρφωσε τα πιστεύω μου και βγαίνει αβίαστα στο γράψιμο, δίχως να καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια.

Ζούμε με τους βρικόλακες της ιστορίας μας. Και αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο επιβαρύνει πάρα πολύ όχι μόνο τη σημερινή πραγματικότητα αλλά και γενικότερα τη διαμόρφωσή μας ως πολιτών αλλά και ως ανθρώπων, οι οποίοι πρέπει να καταλάβουν πως τα λάθη του παρελθόντος επηρεάζουν και ώς έναν μεγάλο βαθμό κατευθύνουν το παρόν μας. Αυτό είναι ένα ζήτημα στην Ελλάδα τεράστιο.

Η κατανόηση του παρελθόντος βοηθάει να κατανοήσουμε το παρόν. Αν δεν σεβαστούμε και αγαπήσουμε και καταλάβουμε τον έλληνα μετανάστη της δεκαετίας του ’60 πώς θα σεβαστούμε και θα βοηθήσουμε τον μετανάστη του 21ου αιώνα. Είτε είναι Έλληνας που μέσα στην κρίση φεύγει για τα ξένα ή αλλοδαπός που βρίσκει καταφύγιο στη χώρα μας.

Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι ο μέσος αναγνώστης. Η ανάγνωση είναι μια υπέροχη περιπέτεια. Θέλει συγκέντρωση, αγάπη, λίγα χρήματα ή και καθόλου.

Η λογοτεχνία λειτουργεί σε βάθος χρόνου, φωτίζει διαφορετικά την πραγματικότητα, δίνει χώρο στη φαντασία. Σε κάθε άνθρωπο προσφέρει κάτι διαφορετικό και μοναδικό. Η ανάγνωση μπορεί να γίνει αντίσταση στα τετριμμένα της καθημερινότητας μπορεί να είναι και καταφύγιο από τα προβλήματα.

Το περιβάλλον ενός «νουάρ» μύθου (διηγήματος, νουβέλας ή μυθιστορήματος) είναι κατά κανόνα περιβάλλον αστικό, υποφωτισμένο, απαισιόδοξο έως αυτοκαταστροφικό, ενδεχομένως διεστραμμένο και ασφαλώς βίαιο. Ο όρος «νουάρ» είναι εξαιρετικά ευρύς, για να μπορεί να κατηγοριοποιηθεί με σαφήνεια. «Νουάρ» ήταν η ιερή τριάδα των hard boilers (Hammett-Chandler-Macdonald), «νουάρ» (όσο δεν γίνεται) ο σύγχρονος Ellroy, «νουάρ» και η Γαλλική Σχολή των Manchette και Fajardie. Στο κλάσμα αστυνομική λογοτεχνία, το υπό-είδος του «νουάρ» μπορεί να ταξινομηθεί κάτω από τον αριθμητή «βίαιος αστικός μύθος» και θα ήταν καταστροφή, πιστεύω, να εγκαταστήσετε έναν «νουάρ» συγγραφέα, στις Κυκλάδες, Αύγουστο… Το αποτέλεσμα θα ήταν μάλλον άνισο, σε όρους «νουάρ», αλλά, και πάλι, τίποτα δεν αποκλείει την ανατροπή του κανόνα∙ και «Ο Ξένος» του Camus, στον βαθμό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «νουάρ», κινείται κάτω από έναν ήλιο, στην εκτυφλωτικότερη εκδοχή του.

Μοιάζει να ενοχοποιούμε συστηματικά τις συνθήκες, κοινωνικές, οικονομικές και άλλες, που μας επέβαλαν τον λαβύρινθο και το συνακόλουθο αδιέξοδο. Είναι όμως βέβαιο, πως έχουμε εξαντλήσει τα περιθώρια αυτενέργειας, ή ότι έχουμε τολμήσει την «άλλη» μέθοδο, τον διαφορετικό τρόπο σκέψης και πράξης, έξω και πέρα από το επαναλαμβανόμενο, το γνωστό, το βολικό;

Πιστεύω πως η εκδοτική επιτυχία της αστυνομικής λογοτεχνίας των ημερών μας δεν είναι αποτέλεσμα της σοφής και δίκαιης κρίσης ότι το είδος υπηρετείται σωστά. Για δύο λόγους: α. επειδή ο όρος «αστυνομική λογοτεχνία» είναι όρος σύνθετος, από το «αστυνομική» και το «λογοτεχνία», και η σύγχρονη εκδοτική παραγωγή, κατά κανόνα, ικανοποιεί το «αστυνομική», ενώ, κατά κανόνα, αγνοεί το στοιχείο «λογοτεχνία», εθίζοντας τον αναγνώστη σε κείμενα που φλερτάρουν με το ευτελές (έχει ακουστεί η θεωρία ότι, «εγώ, όταν διαβάζω αστυνομικό, δεν με ενδιαφέρει το λογοτέχνημα»), και β. επειδή η παρατηρούμενη έμφαση στην παρουσία των κοινωνικών και άλλων μη «αστυνομικών» παραμέτρων, οδηγεί συχνά, πολύ συχνά, στην αποδυνάμωση, την απίσχνανση, του καθαρά «αστυνομικού» προφίλ του μύθου.

Θα μπορούσα και θα έπρεπε να είχα πει ένα πιο αποφασιστικό “όχι“ στο φασισμό, αλλά για να είμαι ειλικρινής, χρειαζόταν υπεράνθρωπο θάρρος, πάνω από τις δυνάμεις μου. Το είπα το όχι, αλλά αργά, όταν το πήρα είδηση σαν όλους τους άλλους. Κοιτάζοντας πίσω μου μοιάζω με κάποιον που την πάτησε και μου φέρνει πολύ θυμό -λύσσα.